- χάρμου
- χάρμηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χάρμου — Χάρμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek